στραπάτσο, το, ουσ. [<ιταλ. strapazzo], το στραπάτσο. 1. η μεγάλη βλάβη, ζημιά, φθορά: «είχε τέτοιο στραπάτσο τ’ αυτοκίνητο, που ήταν για παλιοσίδερα». 2. η μεγάλη αποτυχία, που προξενεί σε κάποιον ψυχική ταλαιπωρία: «όσα στραπάτσα κι αν του ’ρθουν στη ζωή του, δεν πρόκειται να γονατίσει αυτός ο άνθρωπος || οι μαθητές έπαθαν στραπάτσο στις εξετάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε). 3. η ηθική βλάβη, ο εξευτελισμός: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί τέτοιο στραπάτσο κι έφυγε απ’ τη γειτονιά μας»·
- παθαίνω στραπάτσο, α. παθαίνω σοβαρή ζημιά στη δουλειά μου, καταστρέφομαι οικονομικά: «έπαθε τέτοιο στραπάτσο με την καινούρια εισαγωγή που έκανε απ’ τη Γερμανία, που θα περάσει πολύ καιρός, για να ορθοποδήσει πάλι οικονομικά». β. μειώνομαι ηθικά, εξευτελίζομαι: «έπαθε τέτοιο στραπάτσο, σαν έπιασε τη γυναίκα του καβάλα με το φίλο του, που δεν έχει μούτρα να δει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: και μη πιστεύεις πως μ’ αυτό θα πάθω εγώ στραπάτσο, η λεβεντιά μου νάν’ καλά κι από γυναίκες μάτσο
- τα κάνω στραπάτσο, καταστρέφω εντελώς μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια σχέση: «ανέλαβε για ένα μικρό διάστημα τη διεύθυνση του εργοστασίου και τα ’κανε όλα στραπάτσο || σε φωνάξαμε να μεσολαβήσεις για να μονοιάσουν οι άνθρωποι κι εσύ τα ’κανες στραπάτσο». (Λαϊκό τραγούδι: στα κέφια πάνω, κούκλα μου, θα κάνουμε στραπάτσα, για γούστο θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα!)·
- του κάνω στραπάτσο, του προξενώ μεγάλη φθορά, ζημιά, υλική ή ηθική: «του ’κανε τέτοιο στραπάτσο με τις συμβουλές που του ’δινε, που παραλίγο να χρεοκοπούσε ο άνθρωπος || του ’κανε τέτοιο στραπάτσο η γυναίκα του που τα ’φκιαξε με τον καλύτερο φίλο του, που δεν έχει μάτια να δει άνθρωπο».